διασηπομαι

διασηπομαι
    διασήπομαι
    δια-σήπομαι
    (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διασηπομαι" в других словарях:

  • διασήπῃ — διασήπομαι pres subj mp 2nd sg διασήπομαι pres ind mp 2nd sg διασήπομαι pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαπέντα — διασήπομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl διασήπομαι aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαπέντων — διασήπομαι aor part pass masc/neut gen pl διασήπομαι aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασεσηπότα — διασήπομαι perf part act neut nom/voc/acc pl διασήπομαι perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασηπομένων — διασήπομαι pres part mp fem gen pl διασήπομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασηπόντων — διασήπομαι pres part act masc/neut gen pl διασήπομαι pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασήπει — διασήπομαι pres ind mp 2nd sg διασήπομαι pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασήψει — διασήπομαι fut ind mid 2nd sg διασήπομαι fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαπεῖσαι — διασήπομαι aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαπεῖσαν — διασήπομαι aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαπεῖσι — διασήπομαι aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»